αταίριαστος — και αταίριαχτος, η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον 2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής 3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος 4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος 5. εκείνος που δεν έχει… … Dictionary of Greek
αταίριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δε συμφωνεί με κάποιον ή κάτι άλλο: Είναι ζευγάρι αταίριαστο και θα πρεπε να είχαν χωρίσει. 2. άπρεπος, ανάρμοστος: Αυτά που λες είναι λόγια αταίριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλυρος — ἄλυρος, ον (Α) [λύρα] 1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα 2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα 3. φρ. «Ἄιδος μοῑρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο «ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι… … Dictionary of Greek
άμοιαστος — η, ο (Μ ἄμοιαστος) 1. αυτός που δεν μοιάζει ή δεν έμοιασε με κάποιον άλλον 2. αταίριαστος, απίθανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοιάζω] … Dictionary of Greek
άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… … Dictionary of Greek
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
αναρμοστία — η (Α ἀναρμοστία) [ανάρμοστος] 1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος 2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία … Dictionary of Greek
απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] … Dictionary of Greek
απεμφαίνω — ἀπεμφαίνω (Α) είμαι αταίριαστος, ανόμοιος με το περιβάλλον … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek